σπαρταριστός

σπαρταριστός
-ή, -ό Ν [σπαρταρίζω]
1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει
2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια»)
3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο»)
4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» — ζωηρά και ηχηρά γέλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπαρταριστός — ή, ό 1. εκείνος που σπαρταράει. 2. αυτός που αναπαρασταίνεται ζωηρά, ολοζώντανος: Στις σελίδες αυτού του βιβλίου βρίσκει κανείς σπαρταριστές περιγραφές της θάλασσας. 3. «σπαρταριστά ψάρια», φρέσκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”